εντρανούμαι

εντρανούμαι
ἐντρανοῡμαι και ἀντρανοῡμαι, -έομαι (Μ)
[από τον αόρ. εντράνισα τού εντρανίζω]
βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”